- πνιγερός
- -ή, -όαυτός που δυσκολεύει την αναπνοή, ασφυχτικός, αποπνιχτικός: Πνιγερή ατμόσφαιρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πνιχτικός — ή, ό βλ. πνιγερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)